Αστική Κουλτούρα και Χωριατιά.
“Εγώ, λοιπόν, ανατράφηκα στο Αργοστόλι, που είχε έντονα τα χαρακτηριστικά μιας οργανωμένης κοινωνίας, με μια αστική τάξη, επτανησιακού χαρακτήρα με ευρωπαϊκές επιδράσεις. Στα πάρτυ παίζαμε πιάνο... Το Αργοστόλι ήταν μια μικρή, πόλη, που όμως λειτουργούσε. Όταν πρωτόρθα στην Αθήνα 15-16 χρόνων μου φάνηκε σα μια μεγάλη, επαρχιακή πόλη. Μ' έπιασε απογοήτευση. Δε μου φάνηκε να έχει τον αστικό χαρακτήρα που είχε το Αργοστόλι.” [3] Η παραπάνω διήγηση ανήκει στον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Το τελευταίο αγώνισμα του δεκάθλου” του Ν. Σουρή. Ο Τρίτσης αναφερόμενος στον αστικό και μη χαρακτήρα της πόλης, αναφέρεται ουσιαστικά στην ύπαρξη και μη αστικής κουλτούρας.
Αστική κουλτούρα.
Η λέξη “κουλτούρα” είναι δανεισμένη στην Ελληνική και δεν έχει πλήρως αφομοιωθεί από την γλώσσα, αντί αυτής επίσημα χρησιμοποιείται η λέξη “πολιτισμός” η οποία όμως έχει διττή έννοια, αυτήν του “civilization” και του “culture”. Η έννοια της λέξης “culture” ή κουλτούρα στα Ελληνικά, ή “παιδεία”, όπως ο Μ. Πλωρίτης προτείνει [4] σημαίνει κατά τον Hoebel ένα ολοκληρωμένο σύστημα προτύπων συμπεριφοράς τα οποία μαθαίνονται, είναι χαρακτηριστικά των μελών μίας κοινωνίας και δεν είναι αποτέλεσμα βιολογικής κληρονομικότητας [5]. Κατά τον Edward Burnett Taylor κουλτούρα είναι το σύνθετο σύνολο που περιλαμβάνει τις γνώσεις, τις πεποιθήσεις, την τέχνη, τα ήθη, το δίκαιο, τα έθιμα, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες ικανότητες και συνήθειες που αποκτήθηκαν από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας. Η συνάθροιση ατόμων στον χώρο των πόλεων, η παρεχόμενη ασφάλεια, η εξειδίκευση της εργασίας, ο συρρέων πλούτος και ο ελεύθερος για σκέψη και δημιουργία χρόνος δίνουν στις αστικές κοινωνίες την δυνατότητα για διοικητική ανεξαρτησία και πνευματική ανάπτυξη η οποία οδηγείται από την ιντελιγκέντσια. Οι κοινωνίες αυτές ανέπτυξαν την δική τους κουλτούρα την λεγόμενη αστική η οποία χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των επιστημών, των τεχνών, της φιλοσοφίας και του συστήματος παιδείας. Η λεπτότητα, ο σεβασμός, η ευγένεια, ο συμβιβασμός, η ανεκτικότητα και γενικότερα οι “καλοί τρόποι” αποτελούν απαραίτητα για την ομαλή συμβίωση των ατόμων χαρακτηριστικά της αστικής κουλτούρας [6].
Αστικοποίηση των πληθυσμών.
Οι πόλεις αναπτύσσονται συνήθως εν μέσω μεγάλων γεωργικών εκτάσεων, σε χερσαία ή ποτάμια περάσματα, σε σταυροδρόμια και σε λιμάνια που εξυπηρετούν εκτεταμένη ενδοχώρα ή σε σημαντικές θαλάσσιες οδούς, εκτείνουν δε προς την περιβάλλουσα χώρα και προς άλλες πόλεις διαύλους ροών υλών, ανθρώπων, πλούτου και ιδεών με αποτέλεσμα την δημιουργία δικτύων. Όσο περισσότερο δικτυωμένη είναι μία πόλη τόσο μεγαλύτερες ροές προς και από αυτήν υπάρχουν και τόσο περισσότερο αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη όμως δημιουργεί μεταναστευτικά ρεύματα προς την πόλη με αποτέλεσμα την αλλοίωση των πληθυσμιακών χαρακτηριστικών της, τι συμβαίνει λοιπόν όταν ο εισερχόμενος πληθυσμός είναι μη-αστικός; Πόσο γρήγορα μπορεί να αστικοποιηθεί; Ο προαναφερθείς ορισμός της κουλτούρας κατά τον Hoebel, αφήνει το περιθώριο να υποτεθεί ότι τα πρότυπα συμπεριφοράς (κουλτούρα) θα μπορούσαν να είναι αποτελέσματα κοινωνικής κληρονομικότητας ή καλύτερα τα αντικείμενα εξελικτικής κοινωνικής πορείας. Σε μία τέτοια περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα ύπαρξης ενός μομέντουμ κουλτούρας (cultural momentum), γίνεται αντιληπτό ότι η δόμηση και εξέλιξη μίας αστικής κουλτούρας σε μία πόλη αποτελεί μία μακροχρόνια διεργασία. Ο Robert Redfield στην δεκαετία του 1940 στο άρθρο του “The Folk Society” [7] μελετώντας την πόλη του Σικάγου υπέθεσε ότι καθώς τα άτομα μετακινούνται από μία μικρή κοινότητα στην πόλη υπάρχει κατάρρευση των δομών κουλτούρας. Αν και η παραπάνω θεωρία δεν μπορεί να γενικευθεί, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ένα άτομο που μεταβαίνει από μία αγροτική σε μία αστική κοινωνία αντιλαμβάνεται την χαλάρωση ή την ανυπαρξία κάποιων από τους γνωστούς του κανόνες, εάν όμως δεν αντιληφθεί την ύπαρξη άλλων απαραίτητων για την κοινωνική ισορροπία λεπτών κανόνων ενέχεται ο κίνδυνος να θεωρήσει ότι η αστική κοινωνία δεν έχει κανόνες. Σε αυτή την περίπτωση θα βρεθεί εκτός μέτρου και εκτός των πλαισίων της ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς, των “καλών τρόπων” με χαρακτηριστική την περίπτωση του “νεοπλουτισμού”. Όταν η εισροή μη-αστικών στοιχείων σε μία πόλη είναι πολύ αυξημένη και η ιντελιγκέντσια δεν έχει ικανή κρίσιμη μάζα και ενέργεια θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα γενικότερο κλίμα αίσθησης απουσίας κανόνων και η “κοινωνική εντροπία” να αυξηθεί επιφέροντας μία συνολική υποβάθμιση της κουλτούρας.
Επτανησιακές και ηπειρωτικές Ελληνικές πόλεις
Οι πόλεις των Επτανήσων έχουν την τύχη να βρίσκονται επάνω σε διαχρονικά σημαντικές θαλάσσιες οδούς οι οποίες στηρίζουν την ανάπτυξη, αλλά και την δικτύωση με αποτέλεσμα μέσα στο πέρασμα αρκετών αιώνων να αναπτυχθούν ισχυρές αστικές κουλτούρες - υποσύνολα του Δυτικού πολιτισμού. Από τη άλλη πλευρά η ηπειρωτική Ελλάδα είναι μία αραιοκατοικημένη, κατακερματισμένη από την παρουσία ορέων και κόλπων και με μικρή ενδοχώρα περιοχή στην οποία δεν υπάρχει κρίσιμη μάζα γεωργικής παραγωγής και σημαντικά λιμάνια ή σταυροδρόμια που θα στήριζαν την ανάπτυξη και δικτύωση σημαντικών πόλεων - κέντρων αστικής κουλτούρας. Οι Ελληνικές ηπειρωτικές πόλεις έχουν χαρακτηριστικά προερχόμενα από ανατολικές επιδράσεις τα οποία δεν μπορούν να παραβλεφθούν. Ο Max Weber στο έργο του “The City” [8] διαχώρισε την αστικοποίηση σε “Δυτική” και “Ανατολική” και ανέφερε ότι ένα χαρακτηριστικό της “αστικότητας”, η ικανή πολιτική αυτονομία των αστών, δεν ικανοποιείται στις Ανατολικές πόλεις λόγω του πολιτισμικού και γενικότερου κατακερματισμού του πληθυσμού. Αν και η παραπάνω άποψη είναι αμφιλεγόμενη θα μπορούσε η “αστικότητα” των υπό Οθωμανική κατοχή Ελληνικών πόλεων να τεθεί από κάποιους υπό αμφισβήτηση.
Η ανάπτυξη της "χωριατιάς".
Η ίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδος συνοδεύτηκε με την ανακήρυξη της Αθήνας, μίας κωμόπολης 4.000 κατοίκων, ως της πρωτεύουσας της χώρας, καθώς όμως το νεοσύστατο κράτος δεν είχε σημαντικά αστικά κέντρα, δεν είχε ούτε και σημαντική παρακαταθήκη αστικής κουλτούρας, πλην αυτής των Ελλήνων του εξωτερικού, η οποία θα εμβολίαζε την νέα πρωτεύουσα. Η μαζική μετανάστευση αγροτικών πληθυσμών προς την Αθήνα, της οποίας ο πληθυσμός μέσα στα πρώτα τριάντα χρόνια δεκαπλασιάστηκε και στα πρώτα εκατό σχεδόν διακοσιαπλασιάστηκε, έκανε δύσκολη την “αστικοποίηση” της. Η αστική δυναμική και δικτύωση που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι Ιόνιες πόλεις μετά την ένωση του 1864, σε μία εποχή που Αθήνα και Κέρκυρα είχαν παρόμοιους αριθμητικά πληθυσμούς, δεν αξιοποιήθηκε. Η μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αστυφιλία κατέκλυσε την Αθήνα και αργότερα άλλες πόλεις με αγροτικούς πληθυσμούς τους οποίους οι υπάρχοντες μικροί αστικοί πυρήνες και η ιντελιγκέντσια δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν και να τους βοηθήσουν να αφομοιωθούν. Οι εισερχόμενοι πληθυσμοί σε μεγάλο βαθμό αλλοτριώθηκαν, δεν παρέμειναν αγροτικοί αλλά δεν μπόρεσαν να εξελίξουν και να εντάξουν την πολύτιμη μη-αστική κληρονομιά τους στα αστικά πλαίσια. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις στα πλαίσια αύξησης της “κοινωνικής εντροπίας” που προαναφέρθηκε, η υπάρχουσα φολκλόρ αστική και μη κουλτούρα εκφυλίστηκε και υποβαθμίστηκε. Η ανέλιξη της φολκλορικής μουσικής σε υψηλότερα επίπεδα, για παράδειγμα, ελάχιστα επιβραβεύεται από τα ΜΜΕ και την μόδα, ενώ αντίθετα υπάρχει μεγάλη απήχηση στα αποκυήματα της αποδόμησης των λαϊκών μοτίβων, δηλαδή στα ηχητικά μορφώματα που κοινά ονομάζονται “σκυλάδικα”. Η αποδόμηση όμως πέρασε και έξω από την τέχνη, στην ηθική, στον τρόπο με τον οποίο ο Έλληνας νεο-αστός βλέπει τον εαυτό του σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι αξίες και οι κανόνες καλής συμπεριφοράς κατέπεσαν, η πονηριά, το ρουσφέτι, η υποτέλεια, υποκινούμενα από το παλαιοτουρκογενές πολιτικό σύστημα, άνθισαν στις πίστες των Ελληνάδικων στους ρυθμούς του τσιφτετελιού. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά που ο αρθρογράφος του Athens Voice ονόμασε “χωριατιά” [9] κατατρώγουν την χώρα και δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε “κάποιοι” να την καταστήσουν παγκόσμιο περίγελο.
Χωριατιά και Επτανησιακή δυσμένεια.
Είναι λοιπόν η χωριατιά, η έλλειψη αστικής κουλτούρας ενός σημαντικού αριθμού Ελλήνων νεο-αστών και κυρίως των πολιτευομένων η αιτία των πολιτικών δυσμενούς αντιμετώπισης των Επτανήσων από την Ελληνική πολιτεία; Ο νεο-αστός κινούμενος μέσα στα πλαίσια της αποδομημένης κουλτούρας παραλληλίζει τις έννοιες του αστού και της αστικής κουλτούρας με την έννοια της υλικής πόλης, με την “αστικότητα” να μετριέται με βάση τον αριθμό των πολυκατοικιών, των καφέ και των τσιπουράδικων. Όταν ο νεο-αστός επισκέπτεται τις Κυκλάδες, βλέπει τα πλοκάμια της πόλης του να εκτείνονται στο βαθυκύανο του Αιγαίου, βλέπει ένα σκηνικό που έχει υπερτεθεί από αυτόν και γιά αυτόν στην ομορφιά των νησιών. Στον χώρο αυτό εκστασιάζεται, τα χωριά της Πάρου, της Νάξου, της Μυκόνου αποθεώνονται και γίνονται μόδα. Τι συμβαίνει όμως με την αξιολογότατη Ερμούπολη στο παρακείμενο νησί της Σύρου; Σιγή, καμία αναφορά στα ΜΜΕ, καμία μόδα. Μήπως αυτή η πόλη, όπως και η Κέρκυρα κάνουν τον νεο-αστό να αντιλαμβάνεται ότι εκτός από το μέτρο του τσιπουράδικου υπάρχει και κάποιο άλλο; Μήπως αντιλαμβάνεται ότι πέρα από την ανούσια ζωή του στην γειτονιά της Αθήνας και την εκτόνωση στα trendy bars της Μυκόνου υπάρχει και μία άλλη διάσταση στον πολιτισμό και στην ζωή που ο ίδιος δεν αγγίζει; Μήπως η εικόνα που έχει φτιάξει γιά τον εαυτό του, αυτή του μοντέρνου κατοίκου της μεγαλούπολης, αρχίζει να αποσυντίθεται στο άκουσμα της ψαλμωδίας στον Άη Νικόλα της Ερμούπολης; Μήπως ο κόσμος του αρχίζει να καταρρέει όταν περπατάει στα καντούνια της Κέρκυρας και ακούει τη μουσική της μελέτης να πλαισιώνει το καθρέφτισμα της ιστορικής πόλης στα βρεγμένα λιθόστρωτα; Μήπως λοιπόν ο νεο-αστός ασυναίσθητα ίσως προσπαθεί αυτή την άλλη διάσταση της Ελλάδας να την αγνοήσει, να την εκμηδενίσει; Μήπως η ενδόμυχη επιθυμία του ενώνεται με αυτή και των υπολοίπων, δημιουργεί τάσεις και εκδηλώνεται ως πολιτική; Μήπως λοιπόν τα Επτάνησα - φορείς αστικής κουλτούρας, γίνονται οι αποδέκτες αυτής της πολιτικής εκμηδενισμού; Ίσως ναι. Ίσως όμως και όχι, ίσως ο νεο-αστός δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία αυτής της άλλης διάστασης και η Ερμούπολη κι η Κέρκυρα απλά τον αφήνουν αδιάφορο. Από την άλλη πλευρά η νεο-αστική τάξη ίσως ασπάζεται τις απόψεις του Γερμανού Carl Lambrecht ο οποίος έδωσε μεγάλη σημασία στην παραδοσιακή λογοτεχνική και καλλιτεχνική κουλτούρα που προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα σε αντιδιαστολή με τον εξειδικευμένο επιστημονικά και φιλοσοφικά διαφωτισμό [10], θέσεις βέβαια στις οποίες βασίστηκε ο ναζισμός γιά να στηρίξει την ανωτερότητα της άριας φυλής. Ίσως λοιπόν ο νεο-αστός θεωρώντας την δική του “λαϊκή” κουλτούρα, ως πρωτότυπη χαρακτηρίζει τις περισσότερο εξειδικευμένες και με Δυτική χροιά μορφές, όπως την αστική Επτανησιακή, ως ξένες και τις απορρίπτει. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται μία εσωστρέφεια που θα μπορούσε να καταλήξει στην έστω και υποσυνείδητη προσπάθεια υποβάθμισης των Επτανήσων.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τόσο η πιθανή ενδόμυχη άρνηση του νεο-αστού να δεχθεί την παρουσία μίας άλλης διάστασης της αστικής κουλτούρας από αυτήν που ο ίδιος γνωρίζει, όσο και η πιθανή εσωστρέφεια της Ελληνικής νεο-αστικής κουλτούρας θα είχε ως αποτέλεσμα μεμονωμένες ενέργειες από άτομα οι οποίες θα κατέληγαν περισσότερο στην παθητική παρά στην ενεργητική υποβάθμιση των Επτανήσων. Η συνολική δυναμική που θα αναπτυσσόταν από την νεο-αστική κοινωνία φαίνεται ότι μάλλον δεν θα ήταν επαρκής γιά την συντήρηση γιά ενάμισυ αιώνα του μομέντουμ μίας ενεργού συστηματικής πολεμικής κατά των Επτανήσων. Επομένως θα μπορούσε με αρκετή ασφάλεια να υποτεθεί ότι η “μη-αστικότητα” των Ελλήνων αστών δεν είναι ο κύριος μοχλός που υποκινεί την υποβάθμιση των Ιονίων, παίζει πιθανά όμως έναν επικουρικό ρόλο σε αυτήν.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα μελετηθεί η θέση του ανθεπτανησιακού μομέντουμ στον χώρο της νεο-Ελληνικής πολιτικής.
[3] Σουρής, Ν. (1997). Το τελευταίο αγώνισμα του δεκάθλου. Αθήνα: Εκδόσεις Σίσυφος.
[4] Πλωρίτης Μ., (1980, Απρίλιος 27). Πολιτισμικός στασιμο-πληθωρισμός, εφ. Το Βήμα.
[5] Adamson Hoebel, E. (1966). Anthropology: The study of man (3rd ed.). New York, NY: McGraw-Hill.
[7] Urban culture. (n.d.). In Encyclopædia Britannica online. Ανακτηθέν από http://www.britannica.com/EBchecked/topic/619432/urban-culture.
[8] Weber, M. (1986). The city. Glencoe, IL: Free Press. (Πρωτότυπο έργο εκδοθέν το 1921)
[9] Ξηρουχάκης, Χ. (2014, Δεκέμβριος 9). Η χωριατοποίηση των αστών. Athens Voice. Ανακτηθέν από http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/πολιτική/η-χωριατοποίηση-των-αστών
[10] Klautke, E. (2013). The mind of the nation: Völkerpsychologie in Germany, 1851-1955. New York, NY: Berghahn Books.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου