Το θέμα της διαφαινόμενης παραχώρησης των αντισταθμιστικών
οφελών της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων των θαλάσσιων περιοχών
που βρίσκονται μέσα στον γεωγραφικό χώρο της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων στην
περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά για τους Επτανήσιους είναι
μία αναμενόμενη εξέλιξη. Αυτό γιατί οι Επτανήσιοι αντιλαμβάνονται ότι όταν
υπάρχει ένα θέμα προς διευθέτηση μέσα στην Ελληνική επικράτεια τα Επτάνησα θα βρίσκονται
πάντοτε στην πλευρά του χαμένου ή τουλάχιστον αυτού που δεν ωφελείται. Ποιοι
λοιπόν είναι οι λόγοι που οδηγούν τις Ελληνικές κυβερνήσεις στην δημιουργία
ενός τέτοιου κλίματος στην σχέση τους με τα Επτάνησα;
Η πλειοψηφία των Επτανησίων πιστεύει ότι τα νησιά τους δεν απολαμβάνουν τις ίδιες ευκαιρίες που
απολαμβάνουν άλλα μέρη της Ελλάδας. Τα παραδείγματα είναι πολλά, στην
μεταπολιτευτική εποχή ξεκινούν στον οικονομικό τομέα με την κατάταξη των
Επτανήσων σε ζώνες χαμηλής επιδότησης επενδύσεων σε σχέση με τα νησιά του
Αιγαίου, αλλά και με άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και συνεχίζονται
σήμερα με την μη εφαρμογή του νησιωτικού χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ. Τα
αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων πολιτικών, οι οποίες αξίζει να σημειωθεί δεν
περιορίζονται μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά καλύπτουν όλο το φάσμα της
δημόσιας διοίκησης, είναι μεταξύ άλλων να έχουν περιοριστεί κατά την
μεταπολιτευτική περίοδο οι ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις στα Επτάνησα και επακόλουθα
βέβαια η ανάπτυξη. Παρατηρείται λοιπόν μία οριοθέτηση από την Ελληνική πολιτεία
ενός γεωγραφικού χώρου μέσα στην επικράτεια ο οποίος απολαμβάνει συνολικά και
συστηματικά λιγότερες ευκαιρίες από άλλους αντίστοιχους και μη χώρους της
επικράτειας. Ο συνδυασμός των παραπάνω δύο εννοιών, δηλαδή της γεωγραφικής
οριοθέτησης και της συστηματικής άνισης μεταχείρισης αυτού του οριοθετημένου χώρου,
εγείρει αυτόματα στο νου κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου το ερώτημα του κατά πόσον
υπάρχει από την πλευρά της Ελληνικής πολιτείας μία πολιτική διακρίσεων για τον
χώρο αυτό, δηλαδή για τα Επτάνησα.
Η εφαρμογή πολιτικής διακρίσεων σε ένα χώρο δεν έχει
κοινωνικό νόημα εάν ο χώρος αυτός δεν κατοικείται από ανθρώπους, επομένως είναι
ευνόητο ότι αυτή μεταφράζεται σε εφαρμογή πολιτικής διακρίσεων στους κατοίκους
του χώρου αυτού και στην συγκεκριμένη περίπτωση στους Επτανήσιους. Ισχύει όμως αυτό; Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
πολιτικής διακρίσεων σε άτομα Επτανησιακής καταγωγής; Η πλειοψηφία των
Επτανησίων θα απαντούσε ότι στην Ελλάδα του σήμερα τέτοιο θέμα δεν υφίσταται.
Οι Επτανήσιοι σαν άτομα απολαμβάνουν τις ίδιες ευκαιρίες με όλους τους Έλληνες,
αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από την ισχυρή παρουσία τους στην πολιτική και
πνευματική ζωή της Ελλάδας. Επομένως η υπό εξέταση πολιτική διακρίσεων δεν
στοχεύει το άτομο, αλλά το σύνολο και ίσως ακόμη πιο συγκεκριμένα το σύνολο
μέσα στον φυσικό του χώρο, δηλαδή τους Επτανήσιους μέσα στα Επτάνησα. Αποτελεί
η παραπάνω διαφαινόμενη πολιτική διακρίσεων μία μορφή κοινωνικού ρατσισμού; Αυτό
είναι αρκετά δύσκολο να ειπωθεί με σιγουριά καθώς οι θεωρίες για τον κοινωνικό
ρατσισμό εξελίσσονται και διαμορφώνονται πολλές φορές κατά περίπτωση. Ο
συγγράφων δεν επιχειρεί να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, απλά το θέτει
προς σκέψη και συζήτηση.
Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι ότι καθώς στις
Ελληνικές κυβερνήσεις συμμετέχουν Επτανήσιοι και ακόμη καθώς στο κοινοβούλιο
υπάρχει αρκετά ισχυρή Επτανησιακή παρουσία πως είναι δυνατόν να προωθείται από
τις κυβερνήσεις μία πολιτική διακρίσεων απέναντι στα Επτάνησα. Στο ερώτημα αυτό
υπάρχει μία τουλάχιστον προφανής απάντηση, οι Επτανήσιοι πολιτικοί, όπως και οι
συνάδελφοί τους από άλλες γεωγραφικές περιοχές, θέτουν στις περισσότερες ίσως περιπτώσεις
(με σημαντικές εξαιρέσεις βέβαια) το προσωπικό τους συμφέρον, όπως την υπακοή
στο κόμμα, ψηλότερα από το κοινό συμφέρον του τόπου τους. Ο νόμος για το
μειωμένο ΦΠΑ μόνο στο Αιγαίο μήπως δεν υπερψηφίστηκε από Επτανήσιους βουλευτές;
Ο Καλλικράτης ο οποίος ενέταξε την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων σε ηπειρωτική Γενική Διοίκηση και θέτει τις
βάσεις για μελλοντική υπαγωγή της σε ηπειρωτικές περιφέρειες, μήπως δεν υπερψηφίστηκε
από Επτανήσιους βουλευτές; Το ΕΣΠΑ το οποίο μεταχειρίζεται τα Επτάνησα σαν μία
ασήμαντη νησιωτική ομάδα χωρίς αστικά κέντρα κύρους μήπως δεν υπερψηφίστηκε από
Επτανήσιους βουλευτές; Ναι, οι Επτανήσιοι βουλευτές υπερψήφισαν αρνητικές για
τα Επτάνησα πολιτικές, οι πολιτικές όμως αυτές δεν προήλθαν από παρθενογένεση, ξεκίνησαν
μέσα από τους μηχανισμούς της εκάστοτε κυβέρνησης και προωθήθηκαν στο
κοινοβούλιο. Επομένως πλην των Επτανησίων πολιτικών που υποστηρίζουν ή
ανέχονται την πολιτική διακρίσεων και όλες τις απορρέουσες από αυτήν επί μέρους
πολιτικές για στα Επτάνησα υπάρχει και ένα Ελληνικό πολιτικό σύστημα το οποίο
δημιουργεί αυτές τις πολιτικές.
Οι πολιτικές αποτελούν το μέσον μέσω του οποίου υλοποιείται
το όραμα ενός ατόμου, μίας ομάδας, ενός έθνους ή ενός κράτους. Ποιο λοιπόν
είναι το όραμα του Νεοελληνικού κράτους το οποίο υλοποιείται μέσω της πολιτικής
διακρίσεων απέναντι στα Επτάνησα; Υπάρχει αυτό το όραμα; Είναι καταγεγραμμένο;
Συζητείται στους πολιτικούς κύκλους; Είναι κρυφό; Ή μήπως βρίσκεται θαμμένο στο
υποσυνείδητο κάθε ή σχεδόν κάθε Έλληνα πολιτικού και πολίτη;
Το όραμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας όπως αυτό εκφράστηκε
από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν η παρουσία της Ελλάδας στην Δύση στην οποία
εξ ορισμού ανήκει, ήταν η ισότιμη παρουσία της Ελλάδας στο (Δυτικό) Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι,
ήταν η (Δυτική) Ευρωπαϊκή Ελλάδα. Ο Κώστας Σημίτης συμπλήρωσε το όραμα του
Καραμανλή με την Ελλάδα που βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
την ισχυρή Ελλάδα. Το μεταπολιτευτικό λοιπόν όραμα της Ελλάδας είναι η σταθερή
σύνδεσή της με την Δυτική κατά κύριο λόγο Ευρώπη και η παρουσία της στον χώρο
αυτό σαν ένα αναπόσπαστο κεντρικό συστατικό του. Τα Επτάνησα αποτελούν το μόνο
μέρος του νέου Ελληνικού χώρου το οποίο ήταν ενεργό συστατικό της Δυτικής
Ευρώπης από την εποχή λίγο μετά από το σχίσμα των δύο Εκκλησιών μέχρι και την
ένωσή τους με το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Στην διάρκεια αυτών των αιώνων
μέσα από στάδια, όπως η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός, διαμορφώθηκε η Ευρώπη και
η Ευρωπαϊκή κουλτούρα του σήμερα. Τα Επτάνησα συμμετείχαν στην διαμόρφωση της
Ευρωπαϊκής κουλτούρας διατηρώντας μία σχέση αμφίδρομη με αυτήν και απετέλεσαν
και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της. Είναι λοιπόν λογικό για την υλοποίηση του
μεταπολιτευτικού οράματος για την Ελλάδα τα Επτάνησα, τόσο για πολιτιστικούς
όσο και για γεωγραφικούς λόγους, να αναβαθμιστούν και να αποτελέσουν τον φυσικό
συνδετικό κρίκο μεταξύ της Ελλάδας και της υπόλοιπης (Δυτικής) Ευρώπης. Για την
υλοποίηση δηλαδή του μεταπολιτευτικού οράματος θα ανέμενε ο λογικά σκεπτόμενος
άνθρωπος την εφαρμογή πολιτικών ανάπτυξης των Επτανήσων και έμφασης στην
κουλτούρα τους. Το πολιτικό συμφέρον εξ’ άλλου της Ελλάδας είναι η ισχυρή
παρουσία της στον σημαντικό γεωπολιτικό χώρο της Αδριατικής – Ιονίου στον οποίο
δεν υπάρχουν μόνο κοιτάσματα υδρογονανθράκων, αλλά και ο οποίος αποτελεί βασική
οδό μεταφοράς ανθρώπων, εμπορευμάτων και ενέργειας, αποτελεί βασική
τηλεπικοινωνιακή οδό και έξοδο των Κέντρο-Ευρωπαϊκών χωρών στην Μεσόγειο. Οι
πολιτικές όμως που υιοθέτησαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις της Ελλάδας είναι
ακριβώς οι αντίθετες, προσβλέπουν στην υποβάθμιση της σημασίας των Επτανήσων
μέσα στον Ελληνικό χώρο και δεν συνάδουν με το μεταπολιτευτικό όραμα. Αυτό βέβαια
δεν εξηγείται από την για εθνικούς λόγους προσπάθεια αναβάθμισης των νησιών του
Αιγαίου γιατί οι σχετικές πολιτικές δεν είναι αλληλο-αποκλειόμενες.
Από ποιο όραμα λοιπόν απορρέει η πολιτική διακρίσεων και
υποβάθμισης των Επτανήσων; Εάν όχι από το μεταπολιτευτικό όραμα ίσως θα έπρεπε κανείς
να ανατρέξει στην εποχή πριν και μετά την σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους
και να εξετάσει το τότε όραμα. Ποιό λοιπόν ήταν το όραμα που οδήγησε στην
απελευθέρωση, την σύσταση και εξέλιξη του νέου Ελληνικού κράτους; Ίσως δεν θα
έπρεπε κανείς να μιλάει για ένα όραμα, αλλά για ένα σύμπλεγμα παραγόντων οι
οποίοι ήταν πολλές φορές συγκλίνοντες και πολλές φορές αποκλίνοντες. Οι
βασικότεροι ήταν ο εθνικισμός σαν μία τάση εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας,
το όραμα της Μεγάλης Ιδέας η οποία προϋπήρξε σαν έννοια της επανάστασης του
1821, αλλά αρθρώθηκε από τον Κωλέττη το 1844, οι φιλοδοξίες αναβίωσης του
ορθόδοξου Βυζαντίου, η ρομαντική επιθυμία αναβίωσης της αρχαίας Ελλάδας των
φιλελλήνων, οι επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων και τα μικροσυμφέροντα των
ντόπιων παραγόντων. Ο παράγοντας όμως που τελικά έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο
στην μετα-επαναστατική εξέλιξη της Ελλάδας ήταν η Μεγάλη Ιδέα, η δημιουργία
δηλαδή ενός κράτους με κέντρο την Κωνσταντινούπολη που θα προέρχεται από την
απελευθέρωση όλων των κατεκτημένων από την Οθωμανική αυτοκρατορία Ελληνικών
χωρών. Το όραμα αυτό συνειδητά κατέρρευσε με την Μικρασιατική καταστροφή, αλλά
παρέμεινε στο υποσυνείδητο του Ελληνικού έθνους.
Η Μεγάλη Ιδέα για να στηριχθεί χρειαζόταν μία κεντρική
έννοια, έναν ενιαίο χωρικά και χρονικά Ελληνικό πολιτισμό ο οποίος είχε τις
απαρχές του στην αρχαία Ελλάδα και μέσα από το μεσαιωνικό Βυζάντιο έφθανε στις
Ελληνικές χώρες που απλώνονταν από το Ιόνιο μέχρι και τα παράλια της Μικράς
Ασίας και του Εύξεινου Πόντου. Ο χώρος αυτός έχει κοινή ιστορία και κοινές
πολιτιστικές καταβολές, αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Βυζάντιο, Λατινικές κυριαρχίες,
Τουρκοκρατία. Γεωγραφικά εξαπλώνεται από την Ευρώπη μέχρι την Ασία με τις
Ευρωπαϊκές περιοχές να κοιτούν ανατολικά και με τις Ασιατικές δυτικά. Είναι
ένας χώρος γεωγραφικά εσωστρεφής έχοντας σαν καρδιά του το Αιγαίο πέλαγος και
την πλάτη του γυρισμένη στην Ευρώπη και στην Ασία. Η Μεγάλη Ιδέα, αν και
βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις εισαγόμενες ιδέες του εθνικισμού, της ισοτιμίας
και της ελευθερίας εξελίχθηκε σε ένα εσωστρεφές όραμα το οποίο σε μεγάλο βαθμό
απομόνωσε την Ελλάδα από το φυσικό της περιβάλλον. Για την επίτευξη του
οράματος της Μεγάλης Ιδέας ήταν απαραίτητη η ομοιομορφία του Ελληνικού χώρου η
οποία εκφράζεται μέσω της ομοιομορφίας της γλώσσας και γενικότερα του
πολιτισμού και την οποία υπέθαλπαν οι τοπικές ιδιαιτερότητες.
Ποια λοιπόν ήταν η θέση των Επτανήσων μέσα στην κεντρική
έννοια του οράματος της Μεγάλης Ιδέας; Τα Επτάνησα συμπορεύθηκαν με τις
υπόλοιπες Ελληνικές χώρες από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας μέχρι περίπου το
1200 μχ. Από την εποχή αυτή και μετά η πορεία των Επτανήσων απέκλινε καθώς αυτά
ακολούθησαν την τύχη του δυτικού τμήματος της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
μέχρι το 1864 που το υπό Βρετανική προστασία κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών των
Ιονίων Νήσων ενώθηκε με το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Μέσα στους περισσότερο
από έξι αιώνες παρουσίας των Επτανήσων στην Δύση η εξέλιξη του Ελληνικού
πολιτισμού τους ακολούθησε μία επίσης αποκλίνουσα πορεία από αυτή των υπόλοιπων
Ελληνικών χωρών και διαμορφώθηκε ο Επτανησιακός πολιτισμός που κορυφώθηκε τον
19ο αιώνα. Την εποχή λοιπόν που το όραμα της Μεγάλης Ιδέας
ανδρώνονταν, την εποχή που η ύπαρξη ενός και ομοιόμορφου Ελληνικού πολιτισμού
ήταν προαπαιτούμενο, τα Επτάνησα με την δική τους διαφορετική και ανθούσα άποψη
του Ελληνικού πολιτισμού, με την δική τους δημοτική γλώσσα, δήλωναν την
παρουσία τους στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και έκαναν εμφανή την
ιδιαιτερότητά τους. Από γεωγραφική σκοπιά η φυσική θέση των Επτανήσων ήταν
εκτός του εσωστρεφούς χώρου της Μεγάλης Ιδέας, πίσω από την πλάτη αυτού του
χώρου και προσανατολισμένα για αιώνες προς τα δυτικά. Με άλλα λόγια δηλαδή η
φύση των Επτανήσων όχι απλά δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις περί ομοιομορφίας
του Ελληνικού χώρου, αλλά αποδείκνυε την ανυπαρξία της ενώ η εξωστρέφεια των
Επτανήσων αντέκρουε την εσωστρέφεια του Ελληνικού κράτους. Οι δύο παραπάνω παράγοντες
που προστέθηκαν στην υπόσταση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους με την ένωση
των Επτανήσων, φαίνεται ότι άθελα υπονόμευαν το
όραμα. Πολλοί Επτανήσιοι μέσα από το κίνημα του ριζοσπαστισμού επιζητούσαν την
συμπόρευση με την Ελλάδα και την αποδέσμευση από την Βρετανία. Συνειδητά ή
ασυνείδητα επιδίωκαν την ένταξη των Επτανήσων στον εσωστρεφή χώρο της Μεγάλης
Ιδέας και ουσιαστικά την αποδέσμευσή τους από τους Δυτικοευρωπαϊκούς δεσμούς. Η ιστορική, γεωγραφική και πολιτιστική
ιδιαιτερότητα των Επτανήσων όμως ήταν δεδομένη και παρούσα. Η ίδια η Ελληνική
συνείδηση λοιπόν επέλεξε σαν αντίδραση μέσα στα πλαίσια του οράματος, ασυνείδητα
ίσως, να θεωρήσει τα Επτάνησα σαν ξένο σώμα και να τα αγνοήσει. Κατά τον 19ο
αιώνα η Ελληνική συνείδηση χάραξε, χωρίς ίσως να το αντιληφθεί, μία γραμμή από το
βόρειο μέχρι το νότιο Ιόνιο και διαχώρισε τα Επτάνησα από την υπόλοιπη χώρα. Η
νοητή αυτή γραμμή φαίνεται ότι είναι ζωντανή ακόμη στο κοινό υποσυνείδητο των
Ελλήνων. Αξίζει να διερωτηθεί κανείς γιατί το 1914 η Ελληνική κυβέρνηση
παρέδωσε κάτω από Ιταλικές και Αυστριακές πιέσεις το Επτανησιακό Διαπόντιο νησί
Σάσωνα στην Αλβανία, γιατί η εκπροσώπηση της κυβέρνησης στις εορτές της ένωσης
των Επτανήσων είναι σχεδόν πάντοτε υποβαθμισμένη, να διερωτηθεί εάν προβάλλεται
ισότιμα στην χώρα το Επτανησιακό δημοτικό τραγούδι και οι Επτανησιακοί χοροί, γιατί
όταν χρησιμοποιείται η λέξη ‘νησιά’ αυτή αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στα νησιά
του Αιγαίου, γιατί ακόμη και στην πρόγνωση του καιρού στην τηλεόραση τα
Επτάνησα συνήθως δεν αναφέρονται. Η απάντηση είναι ότι στο υποσυνείδητο των
Ελλήνων η χώρα τελειώνει στο Ιόνιο πέλαγος το οποίο αποτελεί και το δυτικό της όριο.
Για την πρόοδο ενός έθνους είναι σημαντικό αυτό να
αναγνωρίζει τις αδυναμίες του και τα λάθη του και κατόπιν να κάνει τι
απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες. Το να διακατεχόμαστε οι Επτανήσιοι στο
εξωτερικό περιβάλλον μας από έναν ‘πατριωτισμό’ και στις σκέψεις μας να
σκεφτόμαστε ότι καλά έκαναν οι Κορακιανίτες και καταψήφισαν την ένωση με την
Ελλάδα δεν είναι τίμιο. Το να μιλάμε για την ένωση των Επτανήσων με την Μητέρα
Ελλάδα και να σκεφτόμαστε ότι η Μητέρα μας βλέπει σαν το νόθο παιδί είναι υποκριτικό.
Η Ελλάδα περνάει και θα περνάει για αρκετό διάστημα μία τρομερή κρίση, μία
ακόμη καταστροφή και θα επιβιώσει. Είναι όμως τώρα η ευκαιρία σαν έθνος να
διορθώσουμε τα κακώς κείμενα σε όλα τα επίπεδα. Πατριωτισμός δεν σημαίνει το να
είμαστε προσκολλημένοι σε οράματα ηλικίας δύο αιώνων και στις αγκυλώσεις των. Πατριωτισμός
δεν σημαίνει, έστω και υποσυνείδητα, να υποβαθμίζουμε τα Επτάνησα και την
παρουσία τους στην μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας περιοχή τους, γιατί έτσι
υποβαθμίζεται και η παρουσία της Ελλάδας. Πατριωτισμός δεν σημαίνει να κάνουμε
τους Επτανήσιους να νοιώθουν ότι αδικούνται γιατί έτσι δίνουμε ευκαιρίες σε
άλλες δυνάμεις, ας μην ξεχνάμε την πίεση στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή το 2008
με την απόσχιση της Κέρκυρας. Πατριωτισμός δεν ήταν η παράδοση του Διαπόντιου
νησιού Σάσωνα στην Αλβανία το 1914, κάποια στιγμή μπορεί και η εξασθενημένη Κέρκυρα
να ακολουθήσει. Πατριωτισμός σημαίνει να κάνουμε το καλύτερο για να θωρακίσουμε
και να ισχυροποιήσουμε την χώρα μας και τον πολιτισμό μας. Πατριωτισμός
σημαίνει να αναγνωρίσουμε τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου και να τις στηρίξουμε
ώστε κάθε μέρος της Ελλάδας να αναπτυχθεί όπως το ίδιο γνωρίζει και το σύνολο
να αποτελεί μία ισχυρή χώρα δεμένη με τον κοινό πολιτισμό της. Πατριωτισμός
σημαίνει να ισχυροποιήσουμε τα Επτάνησα και να κάνουμε αισθητή την παρουσία της
Ελλάδας στον σημαντικό Αδριόνιο χώρο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τα Επτάνησα
πρέπει άμεσα να θέσουν τους προβληματισμούς τους στην
Ελληνική πολιτεία προς συζήτηση. Τα Επτάνησα πρέπει ίσως να επανα-διαπραγματευτούν
την σχέση τους με την Ελληνική πολιτεία ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της
πολιτιστικής τους κληρονομιάς, η ανάπτυξή τους και η ισχυρή παρουσία τους,
συνεπώς και της Ελλάδας στην περιοχή.
Γιάννης Βραδής
Διδάκτωρ πανεπιστημίου Purdue, ΗΠΑ