Ήτανε ένα από κείνα κεί τα παλαιά αρχοντικά τση Κέρκυρας, ψηλό, αεράτο με μεγάλα παράθυρα και ένα σκαλιστό μπαρκόνι. Ο καιρός είχε γκριζάρει τσου πύργους του εδω και κει κιαυτή η μουντάδα τόκανε πιό όμορφο. Τα φουρούσια του βαστάγανε γλάστρες με γεράνια και μία κόκκινη μπουκαμβίλια έφτανε σκεδόν μέχρι τα κεραμμύδια.
Στο αρχοντικό έμενε μία οικογένεια από πολλές αδερφάδες. Μοιάζανε μεταξύ τους, έ μία οικογένεια ήτανε, αλλά η κάθε μία είχε και το χαρακτήρα της. Η μία κάπως πιό χοντρή και οργανωτικιά και λίγο στρίγγλα, η άλλη πιό φρου φρου και αρώματα, η τρίτη πολυλογού, φωνακλού και κουτσομπόλα, και πάει λέοντας. Ήτανε και μία όλο χάρη και σουλάτσο, το πρωί γιά ψώνια στη Πιάτσα, το απόγιομα γιά καφέ στο Λιστόν και το βράδυ γιά πιοτό τσι Καρντελάκουες. Το δωμάτιο της; σκέτη συφορά από την ακαταστασία.
Μ’όλο πούητανε μιά οικογένεια, η κάθε μιά από τσι αδερφάδες είχε την μπάνκα της και έκανε κουμάντο στα λεφτά της. Οι αδερφές όμως είχανε έξοδα, έπρεπε να παίρνουνε σκουτιά, να κάνουνε ταξίδια και όλες δανειζόντανε λεφτά η μία από δώ, η άλλη από κει, και η τσαπατσούλα επειδή τηνεξέρανε σόλη τη χώρα είχε καμμία φορά και δυσκολία να βρει δανειστή. Μία μέρα λέει η πιό οργανωτικιά, “αδελφές, εάν κάνουμε μία μπάνκα και όλες μαζί κουμάντο στους λογαριασμούς μας θάναι καλύτερα”. Μμμμ είπανε οι υπόλοιπες, δεν φαίνεται και άσκημη ιδέα. Τέλεια, σκέφτηκε η τσαπατσούλα, η χοντρή θα βάλει τάξη τσου λογαριασμούς κιάμα το δούνε αυτό οι δανειστές θα μου δίνουνε και μένα πιό εύκολα λεφτά. Επήγανε σε κάτι λογιστάδες και αυτοί τσούπανε ότι γιά να κάμουνε μία μπάνκα θα πρέπει να μειώσουνε τα έξοδα και η κάθε μία να ακολουθεί τον χρυσό κανόνα, δηλαδή να μη δανείζεται πάνω από 3% απ’οσα βγάζει. Συμφωνήσανε όλες, δεν είναι τίποτις, θα το καταφέρουμε.
Ο καιρός πέρναε και η μέρα που θα αποφασίζανε ποιές θα είναι στη μπάνκα και ποιές όχι κόντευε. Η κάθε μία έγραφε τα έξοδά της σένα βιβλίο, αλλά όλες δανειζόντανε πάνω από 3%. Καθώς ζύγωνε η μέρα τση κρίσης αρχίνησε τα βράδυα μία περίεργη κίνηση στη κουζίνα και μες στο μαύρο σκοτάδι. Εκεί που οι άλλες κοιμώντανε, ή κάνανε πως κοιμώντανε, μία μία πήγαινε μαζί με τα βιβλία της στη κουζίνα και έβανε μία κατσαρόλα και μαγείρευε. Γιά ένα μήνα το σπίτι μύριζε φαί κάθε βράδυ, τη μία βραδυά μακαρονάδα με σάρτσα βασιλικού, την άλλη σουφλέ, την άλλη παέγια, την παράλη λουκάνικα. Έλεγε κ’η γειτονιά τι γίνεται! Πήγε κι’ένα βράδυ και η τσαπατσούλω καίβαλε σε μία πινιάτα να κάμει παστιτσάδα. Αλλά τσήρθε βραδυνή βίζιτα, μία Αμερικανίδα, όμορφη περιποιημένη με χρυσαφικά, η κα Goldman, έτσι την ελέγανε. Αυτή η κα λοιπόν έπιακε τη τσαπατσούλω και άρχισε να τση φουσκώνει τα μυαλά, εσύ είσαι η πιό όμορφη εδώ μέσα και η πιό έξυπνη, εσύ πρέπει νάσαι η καρδιά του σπιτιού. Από τη πολλή κουβέντα ξεχάστηκε η παστιτσάδα στη στιά και παράβρασε, τα μακαρόνια γινήκανε μπλάθρι.
Μετά από λίγες μέρες, τη μέρα τση κρίσης δηλαδή, όλες οι αδελφές βάλανε τα καλά τους, κατεβήκανε στο σαλόνι μαζί με τα βιβλία τους και τσου λογιστές τους. Πω πω τι επιτυχία! Τα είχανε καταφέρει, όλες είχανε πετύχει τον χρυσό κανόνα. Από σήμερα, λένε έχουμε μία κοινή μπάνκα. Μετά κάτσανε μπροστά από το μεγάλο καθρέφτη τση τραπεζαρίας κοιταχτήκανε και είπανε, είμαστε τόσο όμορφες και έξυπνες και τίμιες και έχουμε και στυλ, όλος ο κόσμος μας ζηλεύει, εμάς και το σπίτι μας. Βγάλανε και φωτογραφία γιά να θυμώνται την περίσταση.
Από την άλλη κιόλας μέρα οι δανειστές είπανε, α αυτό το σπίτι είναι πολύ όμορφο και έχει πολλή τάξη, πρέπει να το δανείσουμε. Παρακαλετά πηγαίνανε τση αδερφάδες, τση πιάνανε μία μία. Και οι αδερφάδες βουρλιζόντανε, τι ωραία που θα μπορούσα να περάσω σκεφτόντανε κάθε μία, να δανείζομαι, να ντύνομαι, αλλά υπάρχει αυτός ο αναθεματισμένος χρυσός κανόνας!
Μετά από λίγο καιρό η αδελφή με τα φρου φρου, τα αρώματα και τσι γούνες σκέφτεται, εγώ είμαι κοκέτα, πρέπει αλήθεια να υπακούω σε αυτό το χαζό χρυσό κανόνα; Μπορώ να ξεπεράσω λίγο το όριο. Η χοντρή με τη σειρά της σκέφτεται, εγώ είμαι η πιό οργανωτικιά, ξέρω τι κάνω, θα ξεπεράσω λίγο τον κανόνα και θα είναι και γιά το καλό του σπιτιού στο ύστερο. Οι λογιστάδες προειδοποιήσανε τσι δύο αδερφές, εάν σπάσετε τον χρυσό κανόνα μετά θα το κάνουνε και οι υπόλοιπες, προσέξτε είναι επικίνδυνο.
Ότι έγινε, έγινε με ένα καθώς πρέπει τρόπο. Η κυρία που παρουσιάζεται κυρία την ημέρα είναι κυρία.
Μετά από αρκετό καιρό ακούστηκε κάπου ότι η τσαπατσούλω βγαίνει κρυφά τη νύχτα, κάνει τρελίτσες και ξοδεύεται. Οι αδερφές θορυβηθήκανε και παρακολουθήσανε τη τσαπατσούλω, την επιάκανε στα πράσα να τηνε κοπανάει νυχτιάτικα και να πηγαίνει σε αμφίβολης ποιότητας μπαράκια! Θεέ μου τι νροπή γιά το καθώς πρέπει σπίτι, σκεφτήκανε φρικαρισμένες οι αδελφές! Η αδελφή μας έσπασε τον χρυσό κανόνα! Αποφασίστηκε αμέσως να τση πάρουνε μία νταντά γιά να τηνε βάλει σε τάξη, φέρανε μία που την ελέγανε κάτι κάπως σαν Μαμούνια. Αυτή την παρακολουθούσε και τση μάθαινε και τη σωστή συμπεριφορά.
Γιά αρκετό καιρό επικρατούσε ησυχία στο σπίτι, η τσαπατσούλω είχε περιορίσει τσι εξόδους της, καθόντανε στο σπίτι και έπλεκε, φάινεται ότι η Μαμούνια έκανε καλή δουλειά. Τση προσλάβανε τση τσαπατσούλως μάλιστα και ένα λογιστή γιά να τση κάνει καλύτερο κουμάντο, τονε λέγανε Γιωργάκη, ένα πράμα αδύνατο, ψηλό, ξερό χωρίς ψυχή, όπωπω μάτια μου. Αυτός πριν προσληφθεί κοίταξε τα βιβλία και λέει, πολύ καλά, λεφτά υπάρχουν, θα αναλάβω. Μετά από κάνα μήνα στα λογιστικά ο Γεωργάκης άρχισε να τρέχει έξαλλος μέσα στο σπίτι, να ανεβαίνει, να κατεβαίνει, να βγαίνει όξω, να μπαίνει μέσα. Τί γίνηκε; του λέει η χοντρέλω, εβουρλίστηκες μάτια μου; Και ο Γιωργάκης βγαίνει στο μπαρκόνι, εκείνο κει που κοιτάζει τη Σπιανάδα, παίρνει μία βαθειά ανάσα και φωνάζει μέ όλη του τη δύναμη Η τσαπατσούλω είναι πουτάνα! Η τσαπατσούλω είναι πουτάνα! Το σκάει τσι νύχτες την ώρα που η Μαμούνια κοιμάται, έχει πάει σε μπαρ, σε γκέϊ μπάρ, σε λεσβιακά μπαρ, τσούχει πάρει όλους και όλες! Έχει σπάσει τελείως τον χρυσό κανόνα, εχει κάμει το χρυσάφι σκατά! Και φώναξε και ξαναφώναξε και τον ακούσανε ίσαμε το φρούριο και το Καμπιέλο, και τη Γαρίτσα και το Μαντούκι. Τον ακούσανε λέει και στο Μπρίντεζι.
Μόλις το μάθανε οι δανειστές πάθανε σοκ, τι ντροπή! Πως μπορούμε να δανείζουμε σε μία πουτάνα! Τέρμα τα λεφτά γιά σένα!
Ευτυχώς που το σπίτι έχει την χοντρή αδελφή, που τση άρεσε να κάνει κουμάντο και την άλλη με τα φρου φρου και αρώματα που κάνει ότι τση πει η πρώτη. Αποφασίσανε λοιπόν ότι θα βοηθήσουνε την τσαπατσούλω να γίνει και πάλι κυρία, όπως είναι αυτές. Την εφωνάξανε λοιπόν στο γραφείο. Που είναι το πορνίδιο; λέει η χοντρή. Η κακομοίρα η τσαπατσούλω μπήκε με το κεφάλι κάτω, ο γδούπος της πόρτας που έκλεισε πίσω της ήταν εφιαλτικός. Πες μου γιατί τάκαμες αυτά μωρή; λέει η χοντρή. Τι να κάμω η άχαρη πούνε η ****** ζάχαρη; λέει η κακομοίρα η τσαπατσούλω. Άκουσε να δείς, λέει η χοντρή, εγώ και η αδερφή σου, επειδή σε αγαπάμε, θα σε βοηθήσουμε. Καθώς δεν μπορείς να δανειστείς λεφτά, επειδή είσαι πουτάνα, θα δανειζόμαστε εμείς, που είμαστε κυρίες, γιά πάρτη σου και θα σου τα δανείζουμε με λίγο παραπάνω τόκο γιά να βγάλουμε και τα έξοδά μας έ;. Δεν χρειάζονται και πολλά πράματα, ο λογιστής σου ο Γιωργάκης θα υπογράψει ότι θα βάλεις τάξη στη ζψή σου. Θα κόψεις το φαϊ, θα τρως ψωμί και κρεμμύδι κάθε μέρα, θα κόψεις τσι βόρτες και τσου καφέδες όξω, δεν θα ξαναπάρεις σκουτιά και θα πρατείς με τα παγιά γιά να δουν όλοι τι παθαίνει μία πουτάνα που ξεφτελίζει το σπίτι της. Η καϋμένη η τσαπατσούλω δεν είπε τίποτα, αλλά απάντησε ο Γιωργάκης γιαυτήν, Yes Sir!
Ήρθε το καλοκαίρι και η χοντρή συνεπικουρούμενη από την φρου φρου, καλεί τον λογιστή στο γραφείο. Λοιπόν; μπήκε τάξη; Έκοψε το πορνίδιο τα έξοδά του; Μα το υπόγραψα το χαρτί, λέει ο Γιωργάκης, πρέπει δηλαδή να τα κάνουμε αυτά που λέει το χαρτί; Τι λες μωρέ άχρηστε που είσαι σα ξεροπάλουκο; Γιατί σε βάλαμε σε αυτή τη θέση; Γιά να υπογράφεις χαρτιά; Ξέρετε κυρία, λέει ο Γιωργάκης, είναι αυτός ο σκύλος που τονε λένε Λουκάνικο και φοβάμαι ότι αν τηνε πειράξω τη τσαπατσούλω θα με δαγκάσει. Φύγε άχρηστε και πήγαινε να τελειώσεις τη δουλειά σου, λέει η χοντρή.
Καθώς όμως είχε μπει γιά τα καλά το καλοκαίρι όλες οι αδελφές αρχίσανε τα μπάνια, τα beach bars, τα βραδυνά πάρτυ και τις διακοπές. Οι λογιστάδες του σπιτιού είχανε αρχίσει να ανησυχούνε, γιατί όχι μόνο δεν υπήρχε πρόοδος με την τσαπατσούλω, αλλά και οι υπόλοιπες αδελφές δεν έκαναν τίποτα γιά να μαζέψουνε λεφτά και να τηνε βοηθήσουνε. Χρώσταε πολλά βλέπεις η άχαρη. Αρχίζουνε λοιπόν οι λογιστάδες με αρχηγό ένα που τονε λέγανε Μορόζο, να λένε τσι αδερφές αφήστε τσι παραλίες και τα πάρτυ και ελάτε σπίτι να κάμουμε δουγειά. Τίποτα...πέρασε ο Ιούλιος, πέρασε και ο Αύγουστος και όλες γλεντούσανε, μέχρι και η χοντρή με μία μπύρα στο χέρι ήταν όλη μέρα στη θάλασσα. Έπεσε πολύ πάρτυ. Εκεί μες τον Αύγουστο όμως, η φωνακλού η βουρλισμένη φάινεται ότι διασκέδασε πάρα πολύ, και ακούστηκε από κάπου, λες νάναι και αυτή πουτάνα; Ωωωωωωω είπανε όλες οι αδελφές και οι γειτόνοι παρέα, ενώ πίνανε το κοκτέϊλ τους, η φωνακλού είναι κυρία, η φωνακλού δεν είναι το ίδιο, στο σπίτι υπάρχει μόνο μία πουτάνα η τσαπατσούλω. Το μόνο πρόβλημα τση φωνακλούς είναι ότι ο λογιστής της ο Βουρλισκόνης, είναι λίγο γυναικάς, να τον αλλάξουμε και όλα θα είναι μία χαρά.
Κατά τον Σεπτέμβρη, μετά το καλοκαιρινό ξεφάντωμα, συμμαζευτήκανε οι αδελφές στο σπίτι. Εκεί που καθότουνε η χοντρή πίσω από τη φανέστρα, άκουσε κάτι κουβέντες στο καντούνι, στήνει αυτί και ωπωπώ ντροπή! τι λέγανε οι γειτόνισες. Ακούς μάτια μου, ψυθίριζε η απέναντι από το παράθυρο του ισογείου σε μίανε που πέρναε από το δρόμο, από τσι αδρεφάδες του αρχοντικού η μία που μιλάει όλο με το ζ, τηνε ξέρεις ωρή εκείνη που τρώει όλο μπακαλάρο, και εκείνη με τα πράσινα και με τα τριφύλλια και η άλλη που τση αρέσουνε πολύ οι ταυρομαχίες, μου κάζεται ότι είναι τσουλιά. Η χοντρή φωνάζει δελέγκου τη φρου φρου στο γραφείο. Δε μου λες, τση λέει, είναι όλες σε τούτο το σπίτι τόσο ανίκανες; Καμία δεν μπορεί να κρύψει την προσωπική της ζωή καλύτερα; Ακόμα και γιά σένα έχω ακούσει κουβέντες που μας το παίζεις όμορφη και χαριτωμένη. Εκτός από τη μεγάλη πουτάνα, βλέπω τσουλιά να πετάγονται από παντού σε αυτό το σπίτι. Πρέπει να κλείσουμε γρήγορα αυτή την υπόθεση πριν καταλάβουνε όλοι ότι το αρχοντικό μας είναι μπορντέλο!
Το ντουέτο χοντρή - φρου φρου καλεί τον Γιωργάκη γιά εξηγήσεις, το πράμα δεν πάει άλλο του λένε, εδώ και τώρα θα τση κόψεις το φαϊ και θα βάλεις τάξη. Μάλιστα, απαντάει ο Γιωργάκης. Πάει λοιπόν δελέγκου στην τσαπατσούλω και λέει, θα αποφασίσεις μόνη σου εάν θα κόψεις το φαί ή όχι. Εβουρλιστήκανε όλοι! Η χοντρή έδιωξε το Γιωργάκη και έβαλε άλλο λογιστή στη θέση του τον Λουλούκο, άνθρωπο εμπιστοσύνης. Αυτός θα βάλει τα πράματα σε τάξη σκέφτηκε η χοντρή. Ο Λουλούκος ήξερε καλά την τσαπατσούλω καθώς ήτανε λογιστής της όταν αυτή είχε ξεχάσει την παστιτσάδα στη στιά ενώ αυτή μιλούσε με την κα Goldman. Ο Λουλούκος λοιπόν ξεκίνησε νέες συμφωνίες με τσι αδελφές και με τσου τοκογλύφους. Και τσου λέει, οι αδελφές θα δανείσουν το πορνίδιο και με τα λεφτά αυτά θα σας πληρώσει τα μισά απ’όσα χρωστάει. Δεν θα έχετε 1000% κέρδος σε αυτά που τση δανείσατε, αλλά 500%, καλά δεν είναι; Όσο γιά εσάς αδελφές, επειδή είσαστε τόσο στοργικές, νομίζω ότι δικαιούστε να μοιραστείτε την γκαρνταρόμπα της. Ακόμη γιά παραδειγματισμό, δεχόμαστε να την σύρουμε κουρελιασμένη σε όλο το καντούνι και στην Σπιανάδα και στο Λιστόν, έτσι γιά να δούν όλοι τι παθαίνει μία πουτάνα που ατιμάζει το σπίτι της.
Και τη σύρανε, και τση φύγανε τα παπούτσια τση κακομοίρας τση τσαπατσούλως και ο κόσμος τσήριχνε πέτρες, πάρε πουτάνα, πάρε γιά να μάθεις, και τση σκίζανε τα ρούχα. Και έτσι με ανακατεμένα τα μαλλιά, με τα σκουτιά κουρελισμένα και με τα βυζιά γυμνά, σαν μία φιγούρα από την καταστροφή τση Χίου του Ντελακρουά, έφτακε στη κάτω πλατεία, εκεί μπροστά από το Λιστόν που χτίσανε οι Γαλλοι δημοκρατικοί γιά να σνομπάρουνε τσ' αρχόντους. Και εκεί οι αφηνιασμένες αδελφές ανάψανε στιά γιά να πελήσουνε μέσα τη τσαπατσούλω και να εξαγνιστεί το σπίτι. Είχανε όμως ξεχάσει τη στιά που τόσα μαγειρέψανε στην κουζίνα τους αναμένη κι΄έπιακε φωτιά το αρχοντικό και κάηκε και οι φλόγες φτάκανε ψηλά στον ουρανό και έλαμψε όλη η χώρα. Θεία δίκη, είπε η κα Goldman τσου λογιστάδες που τσούχε καλέσει γιά λίγη σαμπάνια τσου Ματσουρέωνε στη Κοφινέττα.